- παραφαίνω
- και ποιητ. τ. παρφαίνω Α1. κάνω κάτι φανερό, δείχνω, αποκαλύπτω («μηδ' αἰδοῑα παραφαινέμεν», Ησίοδ.)2. φαίνομαι πλάγια, εμφανίζομαι κοντά ή απέναντι, αποκαλύπτομαι, βγαίνω στα φανερά («ἐν τῷ νῡν λόγῳ παραφανέντι», Πλάτ.)3. εμφανίζω, παρουσιάζω τον τύπο τού όρκου («πάρφαινε μὰν τὸν ὅρκον», Αριστοφ.)4. βαδίζω κοντά και φέγγω, δείχνω τον δρόμο για κάποιο τόπο («ἀνέχουσα λαμπάδας χειροῑν παράφηνον ἐς Γλύκης», Αριστοφ.)5. υποδεικνύω6. αποδεικνύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + φαίνω «φανερώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.